- ἐνεώρα
- ἐνεώρᾱ , ἐνοράωseeimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνεώρας — ἐνεώρᾱς , ἐνοράω see imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενορώ — (AM ἐνορῶ, άω Α και ιων. τ. ένορέω) [ορώ] διαβλέπω, προβλέπω ότι θα επέλθει κάτι («ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην» διέβλεπε, διαισθανόταν ότι η εκδίκηση θα επέλθει, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλέπω, αντιλαμβάνομαι κάτι με την ενόραση 2. βλέπω κάποιο θέμα στο… … Dictionary of Greek